- ημίωρος
- η , ο [ος , ον ] получасовой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημίωρος — η, ο (Α ἡμίωρος, ον)·1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια μισής ώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίωρο μισή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δί ωρος, τρί ωρος] … Dictionary of Greek
ημίωρος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια μισής ώρας: Ημίωρη διακοπή της δουλειάς. 2. το ουδ. ως ουσ., ημίωρο μισή ώρα, χρονικό διάστημα μισής ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιωρία — ἡμιωρία, ἡ (Α) [ημίωρος] μισή ώρα … Dictionary of Greek